εθνολογία ή πολιτιστική ανθρωπολογία
- εθνολογία ή πολιτιστική ανθρωπολογία
- Η επιστήμη που μελετά, συγκριτικά, τις εκδηλώσεις του πολιτισμού των διαφόρων εθνών, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σπουδή των πολιτιστικών εκδηλώσεων κυρίως των πρωτόγονων κοινωνιών. Η ε., όπως και η ανθρωπολογία της οποίας αποτελεί κλάδο, ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη του ανθρώπου. Όμως, η μεν ανθρωπολογία εξετάζει τον άνθρωπο ως είδος του ζωικού βασιλείου και μελετά τα ανατομικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του, η δε ε. ασχολείται με τον άνθρωπο όσον αφορά αποκλειστικά τις πνευματικές του ιδιότητες και τις εκδηλώσεις του μέσα στην κοινότητα. Σκοπός της ε. είναι να διαπιστώσει τους γενικούς νόμους που διέπουν τη δομή και την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών και να διερευνήσει τις αιτίες της τελικής εξαφάνισης ορισμένων λαών.
Dictionary of Greek.
2013.
Look at other dictionaries:
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει … Dictionary of Greek